υμνολογώ

υμνολογώ
ὑμνολογῶ, -έω, ΝΜΑ [ὑμνολόγος]
λέγω ή ψάλλω εκκλησιαστικούς ιδίως ύμνους
νεοελλ.
εγκωμιάζω, εξυμνώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υμνολογώ — υμνολογώ, υμνολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υμνολογώ — υμνολόγησα, υμνολογήθηκα, υμνολογημένος, μτβ. και αμτβ., συνθέτω ή ψάλλω ύμνους και μάλιστα εκκλησιαστικούς, εξυμνώ, εγκωμιάζω: Ο Ρωμανός ο μελωδός υμνολόγησε τον Κύριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑμνολογῶ — ὑμνολογέω sing hymns pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑμνολογέω sing hymns pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υμνολογίζω — Α υμνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνολογῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • μεληγορώ — μεληγορῶ, έω (Α) υμνολογώ, ψάλλω, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. *μελήγορος < μέλος + ήγορος (< ἀγορεύω), βλ. κατ ήγορος] …   Dictionary of Greek

  • υμνηγορώ — έω, Μ [ὑμνηγόρος] υμνολογώ …   Dictionary of Greek

  • υμνολόγημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑμνολογῶ] επαινετικό άσμα …   Dictionary of Greek

  • εξυμνώ — εξύμνησα, εξυμνήθηκα, εξυμνημένος, μτβ., υμνώ κάποιον υπερβολικά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”